πλαστική χειρουργική

πλαστική χειρουργική
Κλάδος της χειρουργικής, που ασχολείται με την αισθητική και λειτουργική αποκατάσταση συγγενών ή επίκτητων ανωμαλιών ή βλαβών της μορφής του σώματος. Οι αρχές της π.χ. βρίσκονται στην αρχαιότητα. Επεμβάσεις αυτού του είδους έχει αποδειχτεί ότι γίνονταν στην Ινδία από την προχριστιανική εποχή. Επρόκειτο για πολύ απλές χειρουργικές επεμβάσεις, που αποσκοπούσαν συνήθως στην κάλυψη καταστρεμμένων περιοχών του δέρματος με κομμάτια δέρματος που έπαιρναν από κοντινές περιοχές. Στον Κέλσο αποδίνεται η επινόηση μιας μεθόδου πλαστικής του δέρματος –μέθοδος δι’ ολισθήσεως– που χρησιμοποιεί τους ιστούς που περιβάλλουν τη βλάβη ή εκείνους αυτής της ίδιας της περιοχής που έχει παραμορφωθεί, τεντώνοντάς τους ή στρέφοντάς τους, αφού αποκολληθούν και συμπλησιαστούν αρκετά, έτσι που τα χείλη των τμημάτων να έρθουν σ’ επαφή και να ραφτούν μαζί. Σήμερα η π.χ. για να εκπληρώσει τους σκοπούς της χρησιμοποιεί μοσχεύματα ιστών, σε τόσο ευρεία κλίμακα ώστε να θεωρούνται αυτά ως βάση της ειδικότητας. Τα μοσχεύματα διακρίνονται, ανάλογα με το αν προέρχονται από το ίδιο άτομο, από άτομο του ίδιου ζωικού είδους, από άτομο διαφορετικού ζωικού είδους, σε αυτόλογα, ομόλογα και ετερόλογα. Η επανορθωτική χειρουργική χρησιμοποιεί γενικά αυτόλογα μοσχεύματα. Επειδή για να «πιάσει» και να αναγεννηθεί ένα μόσχευμα πρέπει να ταυτίζεται βιολογικά με τον ξενιστή, είναι φανερό ότι ο καταλληλότερος προμηθευτής των απαιτούμενων υλικών (δέρματος, μυών, λίπους, απονευρώσεων, τενόντων, νεύρων, οστών κ.ά.) θα είναι ο ίδιος ο ασθενής. Για αυτόν το σκοπό σε πολλές χώρες έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμες «τράπεζες» οφθαλμών, οστών, δέρματος κ.ά., οι οποίες αποδείχτηκαν χρησιμότατες. Οι τράπεζες αυτές σκοπό έχουν τη διατήρηση με κατάλληλα μέσα των ιστών, που γενικά έχουν ληφθεί από άτομα που έχουν αποβιώσει από βίαιο θάνατο, έτσι που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν αμέσως μόλις παρουσιαστεί επείγουσα ανάγκη. Κλασικό παράδειγμα επείγουσας περίπτωσης είναι εκείνο εκτεταμένων εγκαυμάτων τρίτου βαθμού, όταν δηλαδή καταλαμβάνουν περισσότερο από το μισό της επιφάνειας του σώματος υπό τις συνθήκες αυτές η έγκαιρη μεταμόσχευση μεγάλωντεμαχίων δέρματος μπορεί να σώσει τη ζωή του ασθενούς. Παρόλα αυτά πιστεύεται ότι, διαφορετικά από ό,τι συμβαίνει με τα αυτόλογα μοσχεύματα, τα ομόλογα και τα ετερόλογα δεν αναγεννώνται, αλλά απορροφώνται αργά και αντικαθίστανται από τον ξενιστή, όπως ακριβώς συμβαίνει, για να αναφέρουμε ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα, στη μεταμόσχευση του κερατοειδούς. Η λειτουργία αυτών των μοσχευμάτων συνίσταται στο ότι κατευθύνουν και διεγείρουν τους αντίστοιχους ιστούς να απορροφήσουν και να αντικαταστήσουν ολοκληρωτικά το ετερογενές μόσχευμα. Το μεταμοσχευμένο τμήμα ή μόσχευμα μπορεί να είναι ελεύθερο, να έχει δηλαδή αποχωριστεί πλήρως από την αρχική του θέση ή να διατηρείται σε επαφή με το ένα του άκρο (γέφυρα) με την αρχική του θέση, εξασφαλίζοντας έτσι τον τροφισμό του (αίμα και λέμφος) μέχρι να πιάσει. Οι κυριότερες χειρουργικές επεμβάσεις πλαστικής αφορούν το δέρμα, τα οστά του προσώπου, το τριχωτό της κεφαλής, το κρανίο, τα βλέφαρα κ.ά. Καλά αποτελέσματα επιτυγχάνονται π.χ. στην αποκατάσταση τραυματικών βλαβών σε διάφορα μέρη του σώματος, δυσμορφιών της μύτης (ρινοπλαστικές), λαγωχειλίας, λυκοστόματος κ.ά. Δεν μπορεί πάντως να αποφανθεί κανείς από πριν για τα αποτελέσματα μιας πλαστικής επέμβασης· θα πρέπει να περάσει πρώτα ορισμένος χρόνος από την επέμβαση. Ακριβώς σε αυτήν τη μετεγχειρητική περίοδο συμβαίνουν μερικές μεταβολές που σιγά σιγά οδηγούν στη βελτίωση της όψης της περιοχής που εγχειρίστηκε. Έτσι οι ουλές γίνονται λιγότερο εμφανείς, το χρώμα του μεταμοσχευθέντος δέρματος παίρνει σιγά σιγά τον ίδιο τόνο των περιβαλλόντων ιστών, και αυτό ακόμα το δέρμα, που έχει αντικαταστήσει βλεννογόνο, τείνει να προσλάβει τους χαρακτήρες του. Πλαστική χειρουργική. Παλιά μέθοδος ρινοπλαστικής, με τμήμα δέρματος που το παίρνουν από το βραχίονα. (Γκ. Ταλιακότσι: «De curtorum chirurgia», 1597). Πρόσωπο μιας Γιαπωνέζας, όπου το σχήμα των ματιών της έχει αλλάξει με πλαστική χειρουργική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χειρουργική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις παθολογικές καταστάσεις και νόσους, που θεραπεύονται με μηχανικά κυρίως μέσα συνήθως με επεμβάσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία. Η χ. υπήρξε ασφαλώς η πρώτη ιατρική του ανθρώπου, ο… …   Dictionary of Greek

  • κερατο(ειδο)πλαστική — η ιατρ. χειρουργική επέμβαση που συνίσταται στην αντικατάσταση ενός τμήματος τού κερατοειδούς με τμήμα διαφανούς υγιούς κερατοειδούς που έχει ληφθεί από ανθρώπινο πτώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratoplasty < kerato (πρβλ. κέρας,… …   Dictionary of Greek

  • χειρουργικός — ή, ό / χειρουργικός, ή, όν, ΝΜΑ [χειρουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρουργούς ή στις εγχειρήσεις (α. «χειρουργική επέμβαση» β. «χειρουργικά εργαλεία») 2. το θηλ. ως ουσ. η χειρουργική ιατρική ειδικότητα με αντικείμενο τη… …   Dictionary of Greek

  • ωτοπλαστική — και ωτοπλασία, η, Ν ιατρ. πλαστική χειρουργική επέμβαση για αποκατάσταση τού έξω αφτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. otoplastie (< οὖς*, ὠτός «αφτί» + πλαστική)] …   Dictionary of Greek

  • μαστοπλαστική — η ιατρ. πλαστική χειρουργική επέμβαση στους μαστούς, κυρίως για αισθητικούς λόγους …   Dictionary of Greek

  • σιλικόνη — η, Ν 1. συν. στον πληθ. οι σιλικόνες χημ. συνοπτική ονομασία πολυμερών ενώσεων, οι μακρομοριακές αλυσίδες τών οποίων σχηματίζονται από εναλλασσόμενα άτομα οξυγόνου και πυριτίου και οι οποίες μπορεί να έχουν υγρή, πολτώδη ή ελαιώδη μορφή ή… …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • μετεκπαιδεύω — μετεκπαίδευσα, μετεκπαιδεύτηκα, μετεκπαιδευμένος, εκπαιδεύω συμπληρωματικά επιστήμονες, στελέχη κτλ. και μετά το τέλος των κανονικών σπουδών τους: Μετεκπαιδεύτηκε στην πλαστική χειρουργική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υμενοπλαστική — η πλαστική χειρουργική επέμβαση για ανάπλαση παρθενικού υμένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”